- βιβλιοθηκονόμος
- bibliothécaire
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
βιβλιοθηκονόμος — ο επιστήμονας ειδικός στην οργάνωση και λειτουργία βιβλιοθήκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλιοθήκη + νομος < νέμω (πρβλ. αστυνόμος, αγρονόμος)] … Dictionary of Greek
βιβλιονόμος — ο ο βιβλιοθηκονόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλίο(ν) + νόμος < νέμω (πρβλ. βιβλιοθηκονόμος, αστυνόμος). Η λ. μαρτυρείται από το 1875 στον Αχιλλέα Ποστολάκα] … Dictionary of Greek
βιβλιοθηκονομία — Έτσι ονομάζεται το επάγγελμα που έχει ως αντικείμενο την οργάνωση και τη διοίκηση των βιβλιοθηκών. Ο τομέας της οργάνωσης περιλαμβάνει την ίδρυση της βιβλιοθήκης, την απόκτηση βιβλίων, την εγγραφή τους στους καταλόγους και την τοποθέτησή τους… … Dictionary of Greek
Κοκκίνης, Σπύρος — (Χαλκίδα 1928 –). Βιβλιοθηκονόμος και λογοτέχνης. Σπούδασε νομικά και βιβλιοθηκονομία και σταδιοδρόμησε ως προϊστάμενος των βιβλιοθηκών της Χαλκίδας (1957 64), του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου (1965 67), του Ανωτάτου Εκπαιδευτικού Συμβουλίου (1968… … Dictionary of Greek
Ντελόπουλος, Κυριάκος — (Κέρκυρα 1933 –). Βιβλιοθηκονόμος, βιβλιογράφος, συγγραφέας και μεταφραστής. Σπούδασε αγγλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και βιβλιοθηκονομία στις ΗΠΑ. Σταδιοδρόμησε ως βιβλιοθηκάριος, αρχικά, και διευθυντής βιβλιοθηκών του Κολλεγίου Αθηνών … Dictionary of Greek